- περιπλοκή
- η, ΝΜΑ [περιπλέκω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περιπλέκω, πλέξιμο, συστροφή («περιπλοκῆς δεῑται καί στηρίγματος [ὁ κιττός]», Πλούτ.)2. μτφ. εμπλοκή σε δυσχέρειες, μπλέξιμο (α. «στις διαπραγματεύσεις παρουσιάστηκαν περιπλοκές» β. «ἵνα μὴ ἔχωμεν περιπλοκὴν πρὸς τὸν ἀντίδικον», πάπ.)νεοελλ.1. απροσδόκητο εμπόδιο («περιπλοκή τής υπόθεσης»)2. (για νόσο) επιπλοκήμσν.-αρχ.περίπτυξη, εναγκαλισμός («καὶ ἐκ τὰ πολλὰ φιλήματα καὶ τὰς περιπλοκάς τους», Διήγ. Αχιλλ.)αρχ.1. περιτύλιξη, περιέλιξη («κιττὸς περὶ πεύκην εἱλιχθεὶς ᾠκειοῡτο τὸ δένδρον ταῑς περιπλοκαῑς», Αχ. Τάτ.)2. (στον Επίκουρο, για τα άτομα) σύμπλεξη, σύμμιξη, συνένωση3. μτφ. α) εμπλοκή κατά την ανάπτυξη τού λόγου, σύγχυση στην ανάπτυξη επιχειρημάτωνβ) το να εκφράζεται κανείς με περιφράσεις και ασάφειες («οὐχὶ περιπλοκὰς λόγων ἀθροίσας εἶπον», Ευρ.)4. ένωση.
Dictionary of Greek. 2013.